Η εφηβεία αποτελεί ένα από τα στάδια της μακροχρόνιας και διαρκούς διαδικασίας της σωματικής αύξησης και ανάπτυξης του ανθρώπου, που αρχίζει από την εμβρυική ζωή και συνεχίζεται μέχρι το τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας του. Μετά από την παιδική ηλικία και με την έναρξη της παραγωγής και έκκρισης των ορμονών του φύλου εμφανίζονται τα πιο ορατά σημάδια της εφηβείας που είναι κυρίως η σημαντική αύξηση του ύψους του σώματος και η ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου (έξω γεννητικά όργανα άρρενος, μαστοί θήλεος, εφήβαιο) . Εξίσου σημαντικές αλλαγές στο σώμα κατά την εφηβεία αποτελούν η διαφοροποίηση στην κατασκευή και σύσταση του σώματος, η επίτευξη της γονιμότητας και πολλές αλλαγές στα διάφορα συστήματα του οργανισμού (π.χ. ενδοκρινικό, καρδιαγγειακό, μυο-σκελετικό κ.α.). Να σημειωθεί ότι οι έφηβοι εκτός από την βιολογική ωρίμανση που εμφανίζουν, δείχνουν επιπλέον γνωστική αλλά και ψυχο-κοινωνική ωρίμανση.
Πολύ συζήτηση γίνεται για την ηλικιακή έναρξη της εφηβείας. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι πολλοί οι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την έναρξη της εφηβείας (γενετικοί, κοινωνικοί, διατροφικοί, φυλετικοί κ.α.). Φαίνεται ότι στις δυτικές κοινωνίες η έναρξη της εφηβείας σηματοδοτείται σε νεαρότερες ηλικίες τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό για πολλούς αποδίδεται στην βελτίωση του επιπέδου υγείας μέσω της βελτίωσης των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών και της διατροφής. Όμως επίσης πολύ συζήτηση γίνεται πρόσφατα για την επίδραση και συμμετοχή επιβλαβών ουσιών στο περιβάλλον που έχουν ορμονικό ρόλο στο σώμα μας (endocrine disruptors, ενδοκρινικοί διασπαστές).
Τα πρώτα σημάδια έναρξης της εφηβείας είναι για τα κορίτσια η επιτάχυνση της αύξησης του σωματικού ύψους. Αυτό όμως συνήθως δεν γίνεται αντιληπτό και γι αυτό τον λόγο από τους περισσότερους ενδοκρινολόγους η ανάπτυξη των μαστών αποτελεί το πρώτο ορατό σημάδι έναρξης της εφηβείας. Η έναρξη της εμμήνου ρύσεως γίνεται αργότερα από το μέσο και μετά της εφηβείας και δεν σημαίνει το τέλος της αύξησης του ύψους στα κορίτσια (από την έναρξη της περιόδου και μετά, τα κορίτσια αυξάνουν κατά μέσο όρο το ύψος τους κατά 7-9 εκατοστά).
Στα αγόρια, το πρώτο σημάδι είναι η αύξηση του μεγέθους των όρχεων και συγκεκριμένα σε διάμετρο πάνω από τα 2,5 εκατοστά. Η ομαλή πρόοδος της εφηβείας σε κλινικό επίπεδο κρίνεται από την ανάπτυξη αυτών των χαρακτηριστικών και επιπλέον από εκείνη του εφηβαίου και του πέους (στα αγόρια) στα διάφορα στάδια (κατάν Marsall και Tanner). Η ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου ολοκληρώνεται σε 1,5 έως 6 χρόνια για τα κορίτσια και από 2 έως 4,5 χρόνια για τα αγόρια.
Η ηλικία έναρξης της εφηβείας για τα κορίτσια στην Ελλάδα είναι περίπου στην ηλικία των 10 ετών και στα αγόρια κοντά στην ηλικία των 12 ετών, όπως περίπου και στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Η ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου σε ηλικία μικρότερη των 8 ετών για τα κορίτσια και 9 ετών για τα αγόρια, είναι συμβατή με εμφάνιση πρώιμης ήβης. Αντίθετα, η έλλειψη ή η ατελής ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου μέχρι την ηλικία των 12 για τα κορίτσια (ανάπτυξη των μαστών) και 14 ετών για τα αγόρια (ανάπτυξη των όρχεων), είναι συμβατή με καθυστέρηση της ήβης. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρώιμης ή καθυστέρησης της ήβης είναι επιθυμητή η γνώμη του ενδοκρινολόγου, ο οποίος είναι σε θέση να διαγνώσει κλινικά εάν πράγματι υπάρχει πρόβλημα, αν απαιτούνται περαιτέρω εργαστηριακές εξετάσεις, ποιά είναι η αιτία του προβλήματος και αν τελικά απαιτείται θεραπευτική αγωγή.
Από την μεριά τους οι ίδιοι οι γονείς είναι σε θέση εγκαίρως να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται απολύτως φυσιολογικά στην εμφάνιση της εφηβείας του παιδιού τους. Η γνώση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου, π.χ για κορίτσια, οι μαστοί και το εφήβαιο αλλά και η εμφάνιση της εμμήνου ρύσεως είναι σημαντικοί σταθμοί σε αυτή την διαδικασία αρκεί όμως να είναι γνωστό και το φυσιολογικό χρονολογικό εύρος της εμφανίσεώς τους. Αντιστοίχως, για τα αγόρια το εφήβαιο, το μέγεθος των όρχεων και του πέους είναι τα χαρακτηριστικά που εξελίσσονται.
Όμως για τους γονείς το πιο φανερό σημάδι είναι η εξέλιξη του ύψους του παιδιού, η οποία όταν φανερά υπολείπεται πιθανόν να σημαίνει και πρόβλημα στην εμφάνιση της ήβης. Για παράδειγμα, όταν η ετήσια αύξηση του ύψους από την ηλικία των 4 ετών και μέχρι την εφηβεία, κατά μέσο όρο είναι μικρότερη των 4,5 εκατοστών μπορεί να υποδηλώνει πρόβλημα ανάπτυξης. Επίσης η έλλειψη των κυμάτων ανάπτυξης ή η αλλαγή καναλιού στις καμπύλες ανάπτυξης που ο παιδίατρος διαπιστώνει είναι αιτίες ενεργοποίησης των γονέων.
Στυλιανός Ι. Γρηγοράκης
Eνδοκρινολόγος
Διδάκτωρ Παν. Αθηνών